θλώ

θλώ
(α) (αόρ. έθλασα) μετ. ломить, разбивать, дробить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θλώ" в других словарях:

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

  • θλῶ — θλάω crush pres imperat mp 2nd sg θλάω crush pres subj act 1st sg (attic epic ionic) θλάω crush pres ind act 1st sg (attic epic ionic) θλάω crush imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλαδίας — θλαδίας, ὁ (Α) ευνούχος, αυτός που έχει «εκτεθλασμένους», σπασμένους τους όρχεις, «εκτομίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. θλαδίας (< θλώ) και θλαδιώ* πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς το φλαδιώ, παράλληλο τ. τού φλω = θλω (πρβλ. και κλάδος/κλω)] …   Dictionary of Greek

  • θλασμός — θλασμός, ὁ (Α) [θλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θλω, το θλάσμα, η θλάση …   Dictionary of Greek

  • φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… …   Dictionary of Greek

  • φλώ — άω, Α λειώνω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω* «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ* και κλῶ*, μια ομάδα λ. με έντονες… …   Dictionary of Greek

  • καταθλῶ — καταθλάω crush in pieces pres imperat mp 2nd sg καταθλάω crush in pieces pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταθλάω crush in pieces pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταθλάω crush in pieces pres subj act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναθλῶ — συναθλέω with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναθλέω with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνᾱθλῶ , συναθλέω with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνᾱθλῶ , συναθλέω with pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλῶ — ἀ̱θλῶ , ἀθλέω having contended with pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀ̱θλῶ , ἀθλέω having contended with pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθλωι — ἄ̱θλῳ , ἆθλον prize of contest neut dat sg ἄ̱θλῳ , ἆθλος contest masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθλῳ — ἄ̱θλῳ , ἆθλον prize of contest neut dat sg ἄ̱θλῳ , ἆθλος contest masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»